Εκείνο το βράδυ ήταν που έφυγε. Το μόνο που πήρε μαζί του ήταν μια μικρή βαλίτσα με λίγα ρούχα στοιβαγμένα άτσαλα μέσα. Αυτό ήταν. Δεν άντεχε άλλο αυτό που γινόταν ανάμεσά τους. Το ταξί έτρεχε στους βρεγμένους δρόμους της πόλης. Και οι σκέψεις του έτρεχαν.. Σε έναν άλλο χρόνο. Δεν μπορούσε όμως να τις φτάσει.. Να τις αγγίξει.. Ήταν εκείνη τη στιγμή που ευχήθηκε να ήταν παιδί. Να σκέφτεται απλά, να χαίρεται απλά. Όλη αυτή η πολυπλοκότητα της ζωής δεν ήταν για’κείνον. Τουλάχιστον δεν είχε φανταστεί τίποτα από όσα συνέβαιναν στη ζωή του. Το ταξί τον άφησε σε μια παραλία. Εκείνος το ζήτησε. Όχι ότι είχε κάποια ανάμνηση από εκείνο το μέρος, μάλλον μια αυθόρμητη κίνηση θα την έλεγε. Αφού στάθηκε λίγο δίπλα στο δρόμο, με τα αμάξια να περνούν λίγα εκατοστά δίπλα του, σήκωσε τη βαλίτσα και με αργά βήματα πάτησε πάνω στην άμμο. Έκατσε με την πλάτη στο βράχο. Και εκεί, τον πήρε ο ύπνος..
Εκείνη ξύπνησε το άλλο πρωί. Είχε καθυστερήσει για τη δουλειά. Όταν είδε ότι κανείς δεν κοιμόταν δίπλα της δεν ανησύχησε. Πίστεψε ότι θα είχε φύγει νωρίτερα για δουλειά. Πολλή η κούραση στο γραφείο. Η διευθύντρια να της φωνάζει, τα αρπακτικά να γλυκοκοιτούν τη θέση της και ο μαλάκας από απέναντι ως συνήθως να της την πέφτει. Τον πήρε στο κινητό 2-3 φορές. Δεν το σήκωνε. Και πάλι δεν ανησύχησε τόσο. Φαντάστηκε ότι είχε πολλή δουλειά. Ήταν σίγουρη πως κάποια στιγμή που θα χαλάρωνε θα την έπαιρνε εκείνος. Η ώρα ήταν 7.30. Γαμώτο! Πάλι υπερωρίες..!
Η παραλία ήταν το καλύτερο μέρος που θα μπορούσε να είχε διαλέξει για να σκεφτεί. Το κύμα που έσκαγε απαλά, σε συνδυασμό με τις φωνές των ταξιδιάρικων πουλιών βοήθησαν τη σκέψη του να φτάσει τόσο μακριά που ούτε εκείνος δεν αναγνώριζε τις ίδιες του τις αναμνήσεις. Κάποια στιγμή αποφάσισε ότι μάλλον είχε σκεφτεί αρκετά. Πράγμα που δεν είχε ξανακάνει τόσο πολύ και συνεχόμενα. Σηκώθηκε. Είχε μουδιάσει ολόκληρος. Αλλά μπροστά στο μούδιασμα της ψυχής του αυτό δεν ήταν τίποτα. Το νερό της θάλασσας είχε ένα βαθύ μπλε χρώμα. Το χρώμα των μυστικών. Το κοίταξε λίγο και ένιωσε πόσο ήθελε να το νιώσει. Σα να τον φώναζε. Δεν μπορούσε να αντισταθεί. Αρχικά στα πόδια του. Και ύστερα σε όλο του το κορμί..
Ήταν αργά όταν γύρισε σπίτι. Είχε κ όλας νυχτώσει. Δεν τον βρήκε. Δε γίνεται να συμβαίνει αυτό. Και τότε ήταν που το κατάλαβε… «Μα που είσαι; Σ’αγαπώ…!Πότε θα το καταλάβεις…;»,φώναξε και η φωνή της ακούστηκε μέχρι τη θάλασσα…
(Ήταν μια πρωτοβουλία του streetspirit)
Next : Μathilde,Padrazo