Σε είδα μια μέρα στη δουλειά.. Με χαιρέτησες με εκείνο το γνωστό βλοσυρό σου ύφος. Δε χαμογέλασες. Δε μ'αρέσει όταν οι άνθρωποι δεν χαμογελούν. Αποφάσισα ότι μάλλον είσαι πολύ στριμμένος, κακός ή κάτι τέτοιο. Σε φοβόμουν λίγο στην αρχή η αλήθεια είναι. Δεν απέφευγα να σου μιλήσω όμως, μ'αρέσει να δίνω δεύτερη ευκαιρία στους ανθρώπους. Σιγά σιγά κατάλαβα ότι το ύφος ήταν απλά το πρόσωπο της σοβαρότητάς σου και πως, όχι, δεν ήσουν κακός, όχι, δεν ήσουν ξενέρωτος ούτε στριμμένος. Είδα πως έκανες πλάκα με τους άλλους, ήσουν κοινωνικός, μας πείραζες, μας φερόσουν πολύ καλά. Ίσως να είσαι λιγάκι περίεργος, αλλά αυτό το έβαλα στα συν σου. Με ιντριγκάρουν οι πολύπλοκοι άνθρωποι. Τρεις μέρες δουλειάς μαζί σου ακόμα και βλέπω μήνυμά σου στο κινητό μου. Με ρώτησες αν θέλω να πάμε βόλτα προς παραλία, αλλά δε μου έλεγες ποιος είσαι. Βλέπεις, έπρεπε να απαντήσω πρώτα-έτσι μου ‘πες. Δεν ήθελα να βγω μαζί σου. Δεν ήθελα να σου αρέσω. Δεν ένιωθα άνετα μαζί σου. Μπορεί να μη σε φοβόμουν πια αλλά το βλέμμα σου είχε ακόμα κάτι ξένο για μένα.
Δουλεύαμε συχνά μαζί αλλά δεν αναφέρθηκε τίποτα ξανά, ούτε μήνυμά σου ξαναείδα στο κινητό μου. Μου είχες κινήσει λίγο το ενδιαφέρον όμως, χωρίς να έχω ασχοληθεί καθόλου μαζί σου.
Σαντορίνη. Ένας μήνας μετά. Έτυχε να είσαι στην ομάδα μου. Μάλλον κατά τύχη, αλλά απ’όσο θυμάμαι η τύχη ήταν μια ζωή με το μέρος μου. Όχι, σ’αυτό δεν είχα ποτέ παράπονο. Το πλοίο έφευγε 10.30 το βράδυ. Κάτσαμε όλοι μαζί στην καμπίνα(εφτά άτομα σε μια καμπίνα των τεσσάρων) να δούμε ταινία. Αλλάξαμε τρεις ταινίες, ακούγαμε μουσική, μιλούσαμε, τελικά νυστάξαμε. Είχα ξαπλώσει να κοιμηθώ στην κάτω αριστερή κουκέτα, ήμουν μόνη μου. Μέχρι που ήρθες εσύ και ξάπλωσες δίπλα μου. Ενώ προσπαθούσαμε όλοι να κοιμηθούμε κάποια στιγμή με ρωτάς «κοιμάσαι;» Και σου είπα «όχι» Σου είπα ότι απλά δε μπορούσα. Μου είπες να γυρίσω πλάτη να με τρίψεις για να κοιμηθώ. Δεν μου το έχουν ξανακάνει αυτό χωρίς να περιμένουν αντάλλαγμα. Κι όμως εσύ δεν περίμενες τίποτα. Το άγγιγμα σου γλυκό και απαλό, σα να εξέφραζε όλη την ευαισθησία που προσπαθείς να κρύψεις πίσω από το βλέμμα. Μου χάιδευες τα μαλλιά.. Κοιμήθηκα μόλις με άφησες. Εσύ σηκώθηκες. Μια κοπέλα μου είπε ότι είχες ξαναγυρίσει όταν κοιμόμουν, είχες κάτσει στο κρεβάτι και με κοιτούσες για ώρα.
Το επόμενο βράδυ κοιμήθηκες στο δωμάτιο μας με την πρόφαση ότι σου χρωστούσα ένα μασάζ. Σε ξύπνησα με χάδια στο πρόσωπο. Δεν άνοιγες τα μάτια σου. Ήξερα ότι το ‘κανες επίτηδες.
Στη Σαντορίνη περάσαμε πολύ ωραία όλοι μαζί, γελάσαμε πολύ-κυρίως εξαιτίας σου. Εγώ στην έλεγα ασταμάτητα και εσύ έκανες συνέχεια πως θύμωνες. Μιλήσαμε λίγο. Ελάχιστα. Κυριακή βράδυ. Enigma. Μου έφτιαξες το βραχιόλι στο χέρι. Ανατρίχιασα. Μετά ήρθες να μου φτιάξεις τη μπλούζα. Ήξερα ότι ήθελες να βρίσκεις ευκαιρία να με αγγίζεις όσο το δυνατόν περισσότερο. Μας είπες να ανέβουμε μπάρα. Ανέβηκα και άρχισα να χορεύω μαζί με την άλλη κοπέλα. Εσύ ανέβηκες μετά από λίγο. Χόρευες πρώτα με τη μία και μετά γύρισες σε μένα.. Κατέβαινες και άγγιζες τις γάμπες μου.. Σου τράβηξα απαλά τη μπλούζα να σε κρατήσω. Γλιστρούσα πάνω στη μπάρα αλλά δε μ’ ένοιαζε. Το βλέμμα σου τα έλεγε όλα.. Σε κοιτούσα καθώς χορεύαμε και ήθελα να έρθεις κοντά να σε φιλήσω.. If you wanna try and save me
And take my heart and take me If you feel you can let go let go…
Την άλλη μέρα το πρωί δεν είχε κοιμηθεί κανείς μας. Ήσουν στον κόσμο σου και για να δικαιολογηθείς λες «Είμαι ερωτευμένος»…
Στο πλοίο κάτσαμε λίγο μαζί στην αρχή και με χάιδευες.. Προς το τέλος του ταξιδιού έκατσες δίπλα μου και εγώ κοιμόμουν στον ώμο σου. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Δεν μπορούσα να το ελέγξω.
Καθόμουν δίπλα σου στο αμάξι. Πάλι στην έλεγα. Με κοιτούσες και χαμογελούσες. Συνέχεια.
Δύο μέρες μετά και είχες εξαφανιστεί. Κοιτούσα τις φωτογραφίες και αναπολούσα. Σου έστειλα τελικά εγώ μήνυμα να σε ρωτήσω κάτι άσχετο. Με πήρες τηλέφωνο. Ήθελες να βγούμε. Και γω. Αλλά σου έκανα λίγο τη δύσκολη. Μη γλυκαθείς με τη μία. Τελικά βγήκαμε, αλλά έτυχε να είμαστε με παρέα. Διαπίστωσα τελικά ότι στο πρώτο ραντεβού είναι καλύτερα να παρευρίσκονται κι άλλοι. Την επομένη πήγαμε βόλτα. Αλλά έπρεπε να φύγεις και ήθελες να σηκωθούμε. Σου ζήτησα να κάτσουμε λίγο. Ήθελα κάτι να σου πω. «Συγγνώμη που δε μιλάω πολύ, δεν είμαι συνήθως έτσι. Αλλά… Είναι που μ’ αρέσεις πολύ…» Έκανες ένα χαζό σχολιάκι, ίσα ίσα να σπάσει ο πάγος. Απάντησα, αλλά δεν μπορούσα να σε κοιτάξω στα μάτια. Έσκυψες και με φίλησες στο λαιμό. Δεν πατούσα στη γη. Σίγουρα όχι. Μου σήκωσες το κεφάλι και μου ζήτησες να σε κοιτάξω στα μάτια. Ήρθες πολύ κοντά στα χείλη μου, ένιωθα την ανάσα σου. Με βασάνιζες.. Και τότε άρχισες να με φιλάς λίγο λίγο.. Η αγκαλιά σου όμως ήταν αυτή που τα έλεγε όλα..
Σήμερα. Μια εβδομάδα μετά. Έχεις ήδη έρθει κάτω από το σπίτι μου με μια σοκολάτα δύο φορές. Έχεις πάει σινεμά μαζί μου άλλη μία. Έχεις ήδη γνωρίσει τους φίλους μου.. Έχεις ήδη μπει στην καρδιά μου..
Σήμερα. Πανόρμου. Σε μια ταράτσα. Ήχος «Αγάπης φως, της γης ταξίδια…» «Άκου» μου λες, «πέντε λέξεις…»…. «..το καλοκαίρι να μυρίσω..» «μα τέσσερις είναι αυτές…», σου λέω. «πέντε λέξεις, άκου..» ….
….«…μικρό κορίτσι θα σε κλέψω..»……..