Αυτό το ταξίδι ήταν το πιο όμορφο απ’ όλα όσα είχε κάνει ως τότε η Νεράιδα μας. Και πού δεν πήγαν… Πέταξαν πάνω από την κοιλάδα με τους μπλε υακίνθους, πέρασαν από την Πούλια, ανέβηκαν στο ουράνιο τόξο, σταμάτησαν στους καταρράκτες με τη μωβ αστερόσκονη. Εκεί η πεταλούδα κατάφερε να ανακτήσει το πέταγμά της με τη βοήθεια της αστερόσκονης και έτσι πετούσαν κι οι δύο χαρούμενες, πρώτα πάνω από το λιβάδι του σοκολατένιου τσαγιού και ύστερα πάνω από το περιβόλι με τις ζαχαρένιες φράουλες. Γεύονταν κάθε στιγμή, απορροφούσαν τις μυρωδιές… Για το τέλος άφησαν τη λίμνη με τα τιρκουάζ φλαμίνγκο και την πεδιάδα του κόκκινου φεγγαριού, όπου και έκαναν την τελευταία τους στάση πριν να πάρουν το δρόμο της επιστροφής. Και εκεί, κάτω από το ματωμένο αυτό φεγγάρι η πεταλούδα άνοιξε τα φτερά της και τύλιξε γλυκά τη Νεραϊδούλα. Έμειναν έτσι μέχρι το πρώτο φως της μέρας. Όταν αποφάσισαν να φύγουν ο ήλιος έλαμπε στον ορίζοντα.
Το δάσος περίμενε τη Νεραϊδούλα όπως κάθε φορά που γυρνούσε από τα ταξίδια της. Δεν είχε καταλάβει όμως πως έλειπε τόσο πολύ καιρό, και στο δάσος είχε μπει πλέον ο χειμώνας. Όταν είδε τις πρώτες δροσοσταλίδες πάνω στα φύλλα να παγώνουν τρόμαξε. Ήξερε πως οι πεταλούδες ζουν μόνο το καλοκαίρι. Είδε την πεταλούδα της σιγά σιγά να μαζεύει τα φτερά της και να πέφτει στο χώμα. Τα δάκρυά της που έπεφταν πάνω στα πανέμορφα φτερά δεν έφταναν. Στο μόνο που βοηθούσαν ήταν να της δίνουν λίγα λεπτά παραπάνω ζωής. Και τότε το σκέφτηκε.. οι ηλιαχτίδες της! Αυτές που μπορούσαν να γιατρέψουν ακόμα και τις πιο σπάνιες ασθένειες των λουλουδιών, θα μπορούσαν να κάνουν κάτι και σ’ αυτή την περίπτωση. Έτρεξε τότε στη λίμνη, όπου τις είχε καλά φυλαγμένες, για να τις φέρει. Με μια κίνηση άδειασε όλη της τη φωτεινή συλλογή πάνω στην πεταλουδίτσα που σπαρταρούσε. Η λάμψη ήταν εκτυφλωτική. Απλώθηκε ως τα πέρατα του δάσους.
Μέσα στο άπλετο φως μια πολύχρωμη πεταλούδα χοροπηδούσε τώρα στον αέρα. Τα φτερά της τώρα είχαν αποκτήσει πολύχρωμους ιριδισμούς και μέσα από το άπλετο φως πετάγονταν χίλιες δυο χρωματιστές πιτσιλιές. Η Νεράιδα πετούσε κι εκείνη από τη χαρά της… Έζησαν ευτυχισμένες μέρες μέσα στο δάσος, όμως η μαγική σκόνη της Νεραϊδούλας είχε αρχίσει να τελειώνει και δεν μπορούσε πια να πετάξει. Δε γινόταν να της δώσει πάλι η πεταλούδα από τη δική της γιατί με την παραμικρή απώλεια υπήρχε ο κίνδυνος να πεθάνει. Η Νεραϊδούλα περνούσε πια όλες τις μέρες της πάνω στο νούφαρο, που πλέον ήταν κι αυτό έτοιμο να μαζέψει τα πέταλά του για το χειμωνιάτικο ύπνο. Η πεταλούδα ήταν πάντα πλάι της, την πρόσεχε και της κρατούσε συντροφιά. Εξ’ άλλου ήταν ακόμα πολύ ερωτευμένη μαζί της – τι κι αν δεν μπορούσε να πετάξει; Τόσα ταξίδια είχαν κάνει μαζί…
Ένα πρωί η πεταλούδα ξύπνησε και το νούφαρο δεν ήταν εκεί. Άρχισε να πετάει σαν τρελή, να ψάχνει τη Νεραϊδούλα της αλλά μάταια. Το νούφαρο είχε κλείσει τα πέταλά του και είχε πάρει τη Νεραϊδούλα μαζί του, στο βυθό της λίμνης. Από τότε η πεταλούδα πήγε πάρα πολλά ταξίδια αλλά πάντα γυρνούσε σε εκείνη τη λίμνη. Κοιτούσε στα ήρεμα νερά και έβλεπε Εκείνη… Τι κι αν ήταν πια μα πολύχρωμη συνηθισμένη πεταλούδα όπως όλες οι άλλες; Ήξερε ότι ταυτόχρονα ήταν πολύ ξεχωριστή – και πως Εκείνη έφταιγε γι’ αυτό. Κι ας ήταν το μόνο που το ήξερε ένα νούφαρο στο βυθό μιας λίμνης…
Monday, November 24, 2008
Thursday, November 20, 2008
Monday, November 17, 2008
Νεραϊδοπαραμύθι ΙΙ
Ένα βράδυ, που καθόταν και θαύμαζε τις ηλιαχτίδες της να λάμπουν στο σκοτάδι άκουσε κάτι σα βογκητό. Κοίταξε με προσοχή και είδε λίγο πιο πέρα ένα πανέμορφο νούφαρο να βήχει και να σφαδάζει από τους πόνους. Τα ροζ φυλλαράκια του είχαν κιτρινίσει και ήταν έτοιμο να βυθιστεί στο νερό της λίμνης. Αμέσως έτρεξε και του έριξε την πιο δυνατή ηλιαχτίδα για να το συνεφέρει. Το νούφαρο εκείνο το βράδυ έκανε τον πιο γλυκό ύπνο της ζωής του. Δεν μπόρεσε όμως να βγάλει μαγική σκόνη, καθώς ήταν βράδυ, γι’ αυτό υποσχέθηκε στη Νεραϊδούλα ένα ακόμα καλύτερο δώρο. Εκείνη κοιμήθηκε κοντά του και επειδή ο ύπνος είναι γλυκός δίπλα σε τόσο όμορφα λουλούδια, ξύπνησε αργά την επόμενη μέρα. Κάνει να ανοίξει τα μάτια της και τι να δει; Πάνω στο νούφαρο καθόταν η πιο όμορφη πεταλούδα που είχε δει ποτέ στη ζωή της. Τα φτερά της ήταν μαύρα και βελούδινα και οι κεραίες της μακριές και στριφογυριστές με γαλάζιες πιτσιλιές στην άκρη. Την κοίταζε με θαυμασμό και ήταν η πρώτη φορά που σήκωσε τόση πολλή ώρα και για τόσο πολύ τα μάτια της που όλα τα πλάσματα που βρίσκονταν εκεί κοντά είχαν εκστασιαστεί. Δεν ήξεραν ότι είχε τόσο όμορφα μάτια… Η μόνη που δεν την κοιτούσε ήταν η πεταλούδα που συνέχιζε να ρουφάει αμέριμνη τη γύρη από το νούφαρο.
Εκείνο το βράδυ η Νεραϊδούλα ξαγρύπνησε πάνω στη λίμνη να σκέφτεται εκείνο το υπέροχο πλάσμα που την έκανε να νιώσει τόσο περίεργα. Η πεταλούδα όμως δεν ήρθε ούτε την επόμενη ούτε τη μεθεπόμενη. Την τρίτη μέρα η Νεραϊδούλα ξύπνησε με τις ελπίδες της τσακισμένες στο χώμα. Όλη της η μαγική σκόνη είχε χαθεί από τα φτερά της αλλά δεν την ένοιαζε. Το μόνο που την ένοιαζε τώρα ήταν να μπορούσε να ξαναδεί το υπέροχο εκείνο πλάσμα έστω και για μία φορά. Κόντευε μεσημέρι και η Νεραϊδούλα είχε ξαπλώσει πάνω στο νούφαρο, με το οποίο πλέον είχαν γίνει φίλοι. Την ίδια στιγμή, μια παιχνιδιάρικη φιγούρα ξεπρόβαλλε από μακριά, έτοιμη να ρουφήξει τη γύρη του όμορφου λουλουδιού. Τόσες μέρες τώρα ήταν που είχε να έρθει και κατάλαβε πως αυτό το νούφαρο είχε την πιο νόστιμη γύρη που είχε γευτεί ποτέ. Δεν ήξερε βέβαια το λόγο που η γύρη ήταν τόσο νόστιμη. Ξαφνικά την είδε – και κατάλαβε. «Αν ξαπλώνει κάθε μέρα πάνω σου ένα τόσο όμορφο πλάσμα πώς γίνεται να μην έχεις την πιο ωραία γύρη από κάθε άλλο λουλούδι;», σκέφτηκε. Έμεινε έτσι στον αέρα να την κοιτάει για δευτερόλεπτα ώσπου την είδε κι εκείνη. Καθώς τα βλέμματά τους συναντιόντουσαν φωτίστηκε όλη η λίμνη. Ήρθε τότε η πεταλούδα, έκατσε δίπλα της και άρχισαν να μιλάνε. Εκείνη της έλεγε την ιστορία της και η Νεραϊδούλα ιστορίες από τον κόσμο και τα ταξίδια της. Τότε ήταν που η πεταλούδα αποφάσισε πως ήθελε να την ακολουθήσει στα ταξίδια της. Η μαγική σκόνη όμως δεν υπήρχε πλέον στα φτερά της Νεραϊδούλας κι έτσι η πεταλούδα προσφέρθηκε να της χαρίσει τη δική της, ίσα ίσα για ένα ταξίδι μαζί της. Η Νεραϊδούλα ευθύς, σα να ζωντάνεψε ξανά, πέταξε το πέπλο της μελαγχολίας από πάνω της, απήγαγε την πεταλούδα μέσα σε ένα καρυδότσουφλο και την πήρε μαζί της στο ταξίδι της.
Συνεχίζεται...
Εκείνο το βράδυ η Νεραϊδούλα ξαγρύπνησε πάνω στη λίμνη να σκέφτεται εκείνο το υπέροχο πλάσμα που την έκανε να νιώσει τόσο περίεργα. Η πεταλούδα όμως δεν ήρθε ούτε την επόμενη ούτε τη μεθεπόμενη. Την τρίτη μέρα η Νεραϊδούλα ξύπνησε με τις ελπίδες της τσακισμένες στο χώμα. Όλη της η μαγική σκόνη είχε χαθεί από τα φτερά της αλλά δεν την ένοιαζε. Το μόνο που την ένοιαζε τώρα ήταν να μπορούσε να ξαναδεί το υπέροχο εκείνο πλάσμα έστω και για μία φορά. Κόντευε μεσημέρι και η Νεραϊδούλα είχε ξαπλώσει πάνω στο νούφαρο, με το οποίο πλέον είχαν γίνει φίλοι. Την ίδια στιγμή, μια παιχνιδιάρικη φιγούρα ξεπρόβαλλε από μακριά, έτοιμη να ρουφήξει τη γύρη του όμορφου λουλουδιού. Τόσες μέρες τώρα ήταν που είχε να έρθει και κατάλαβε πως αυτό το νούφαρο είχε την πιο νόστιμη γύρη που είχε γευτεί ποτέ. Δεν ήξερε βέβαια το λόγο που η γύρη ήταν τόσο νόστιμη. Ξαφνικά την είδε – και κατάλαβε. «Αν ξαπλώνει κάθε μέρα πάνω σου ένα τόσο όμορφο πλάσμα πώς γίνεται να μην έχεις την πιο ωραία γύρη από κάθε άλλο λουλούδι;», σκέφτηκε. Έμεινε έτσι στον αέρα να την κοιτάει για δευτερόλεπτα ώσπου την είδε κι εκείνη. Καθώς τα βλέμματά τους συναντιόντουσαν φωτίστηκε όλη η λίμνη. Ήρθε τότε η πεταλούδα, έκατσε δίπλα της και άρχισαν να μιλάνε. Εκείνη της έλεγε την ιστορία της και η Νεραϊδούλα ιστορίες από τον κόσμο και τα ταξίδια της. Τότε ήταν που η πεταλούδα αποφάσισε πως ήθελε να την ακολουθήσει στα ταξίδια της. Η μαγική σκόνη όμως δεν υπήρχε πλέον στα φτερά της Νεραϊδούλας κι έτσι η πεταλούδα προσφέρθηκε να της χαρίσει τη δική της, ίσα ίσα για ένα ταξίδι μαζί της. Η Νεραϊδούλα ευθύς, σα να ζωντάνεψε ξανά, πέταξε το πέπλο της μελαγχολίας από πάνω της, απήγαγε την πεταλούδα μέσα σε ένα καρυδότσουφλο και την πήρε μαζί της στο ταξίδι της.
Συνεχίζεται...
Wednesday, November 5, 2008
Νεραϊδοπαραμύθι
Προχωρώντας βαθιά μέσα στο δάσος θα τη δεις να κάθεται. Πάντα με τα γόνατα διπλωμένα στο στήθος, πάντα να τα κρατάει σφιχτά με τα δυο της χέρια. Συνήθως προτιμά τις λίμνες, ποτέ τα ποτάμια-της φαίνονται πολύ ορμητικά και φοβάται. Είναι το πιο εσωστρεφές πλάσμα του δάσους. Σπάνια εμφανίζεται μπροστά σε άλλα ζώα. Ακόμα και η νεραϊδοκοινότητα πολλές φορές τη θεωρεί χαμένη-αφού κάνει μήνες και μήνες να τη δει. Μια φορά, μάλιστα, έλειπε έναν ολόκληρο χρόνο και τότε ήταν που ανησύχησαν όλοι πραγματικά, αφού είχαν ψάξει κάτω από κάθε κυκλάμινο και κάθε μανιτάρι, χωρίς κανένα, όμως, αποτέλεσμα. Τελικά επέτρεψε μόνη της. Τους είπε ότι είχε ξεχαστεί πάνω σε ένα άγριο χρυσάνθεμο που ήξερε να διηγείται πολύ όμορφες ιστορίες.
Είχε πολλά χαρίσματα η Νεραϊδούλα μας. Το μεγαλύτερο από αυτά ήταν ότι μπορούσε να μεταμορφώνει και να μεταμορφώνεται όποτε εκείνη ήθελε σε ότι ήθελε. Ήταν τόσο ντροπαλό πλάσμα που πάντα είχε το κεφάλι της σκυφτό, ώστε κανείς δεν είχε προσέξει το υπέροχο σχήμα των βιολετί ματιών με τις τεράστιες βλεφαρίδες. Ναι, ήταν όμορφη η Νεραϊδούλα μας αλλά ήξερε να υπερασπίζεται την εσωτερική ομορφιά της, που πίστευε ότι ήταν πιο σημαντική από κάθε άλλο. Γι’ αυτό, μεταμόρφωνε σε βατόμουρα όλους τους αλαζόνες και τους ξιπασμένους που τύχαινε να βρεθούν στο δρόμο της.
Η Νεραϊδούλα είχε ένα μυστικό πέρα από όλα τ’άλλα. ¨όταν δεν ταξίδευε ή δεν ονειροπολούσε μάζευε ηλιαχτίδες. Μάλιστα, είχε μαζέψει ολόκληρα δοχεία φτιαγμένα από φλούδες καρυδιού από διάφορα μέρη του κόσμου. Πίστευε πως κάθε ηλιαχτίδα είναι μοναδική, και πως αυτό εξαρτάται και από το σημείο που πέφτει πάνω στη γη. Μια ηλιαχτίδα του Ειρηνικού δεν μπορεί να μοιάζει σε τίποτα με μια ηλιαχτίδα του Ινδικού. Τις ηλιαχτίδες της όμως δεν τις κρατούσε για τον εαυτό της. Μόνο οι πιο σπάνιες την ενδιέφεραν. Όλες τις άλλες τις χρησιμοποιούσε για να βοηθάει τα λουλούδια του δάσους που υπέφεραν από κάποια αρρώστια. Χάρη σ’εκείνη το δάσος είχε γεμίσει λουλούδια αλλά δεν το ήξερε κανείς. Δεν ζητούσε τίποτα για αντάλλαγμα. Της έφτανε να τους βλέπει όλους ευτυχισμένους. Από ευγνωμοσύνη εκείνα της χάριζαν μαγική σκόνη για τα διάφανα φτερά της, ώστε να παραμένουν δυνατά και να μπορεί να πετάει ακόμα πιο γρήγορα και για περισσότερη ώρα. Οι πεταλούδες τη θαύμαζαν και οι άλλες νεράιδες τη ζήλευαν.
...Συνεχίζεται...
Είχε πολλά χαρίσματα η Νεραϊδούλα μας. Το μεγαλύτερο από αυτά ήταν ότι μπορούσε να μεταμορφώνει και να μεταμορφώνεται όποτε εκείνη ήθελε σε ότι ήθελε. Ήταν τόσο ντροπαλό πλάσμα που πάντα είχε το κεφάλι της σκυφτό, ώστε κανείς δεν είχε προσέξει το υπέροχο σχήμα των βιολετί ματιών με τις τεράστιες βλεφαρίδες. Ναι, ήταν όμορφη η Νεραϊδούλα μας αλλά ήξερε να υπερασπίζεται την εσωτερική ομορφιά της, που πίστευε ότι ήταν πιο σημαντική από κάθε άλλο. Γι’ αυτό, μεταμόρφωνε σε βατόμουρα όλους τους αλαζόνες και τους ξιπασμένους που τύχαινε να βρεθούν στο δρόμο της.
Η Νεραϊδούλα είχε ένα μυστικό πέρα από όλα τ’άλλα. ¨όταν δεν ταξίδευε ή δεν ονειροπολούσε μάζευε ηλιαχτίδες. Μάλιστα, είχε μαζέψει ολόκληρα δοχεία φτιαγμένα από φλούδες καρυδιού από διάφορα μέρη του κόσμου. Πίστευε πως κάθε ηλιαχτίδα είναι μοναδική, και πως αυτό εξαρτάται και από το σημείο που πέφτει πάνω στη γη. Μια ηλιαχτίδα του Ειρηνικού δεν μπορεί να μοιάζει σε τίποτα με μια ηλιαχτίδα του Ινδικού. Τις ηλιαχτίδες της όμως δεν τις κρατούσε για τον εαυτό της. Μόνο οι πιο σπάνιες την ενδιέφεραν. Όλες τις άλλες τις χρησιμοποιούσε για να βοηθάει τα λουλούδια του δάσους που υπέφεραν από κάποια αρρώστια. Χάρη σ’εκείνη το δάσος είχε γεμίσει λουλούδια αλλά δεν το ήξερε κανείς. Δεν ζητούσε τίποτα για αντάλλαγμα. Της έφτανε να τους βλέπει όλους ευτυχισμένους. Από ευγνωμοσύνη εκείνα της χάριζαν μαγική σκόνη για τα διάφανα φτερά της, ώστε να παραμένουν δυνατά και να μπορεί να πετάει ακόμα πιο γρήγορα και για περισσότερη ώρα. Οι πεταλούδες τη θαύμαζαν και οι άλλες νεράιδες τη ζήλευαν.
...Συνεχίζεται...
Subscribe to:
Posts (Atom)