Dreams are renewable. No matter what our age or condition, there are still untapped possibilities within us and new beauty waiting to be born.

-Dale Turner-

Friday, April 3, 2009

Ο Ζογκλέρ και το κορίτσι ΙΙ

Την επόμενη μέρα το πρωί πέρασε από το σημείο του αλλά εκείνος δεν ήταν εκεί, Σκέφτηκε ότι απλά μπορεί να είχε αργήσει να έρθει. Όμως ούτε και το απόγευμα που ξαναπέρασε τον είδε. Τότε ήταν που η καρδιά της άρχισε να χτυπά τόσο δυνατά από την αγωνία αν θα τον ξανάβλεπε που νόμιζε ότι θα έβγαινε από το στήθος της και θα πέταγε. Δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ και την επόμενη μέρα είπε ψέματα πως θα πήγαινε στη φίλη της και έφτασε μέχρι την είσοδο εκείνης της παλιάς πολυκατοικίας με το φουντωτό γιασεμί. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό και μέσα καθόταν ο άντρας με τις πολύχρωμες κάλτσες. Είχε αγκαλιά ένα μωβ κροκοδειλάκι και το βλέμμα του έμοιαζε χαμένο τόσο, που δεν παρατήρησε μια λεπτή σιλουέτα να κινείται έξω από το παράθυρό του.
Με μια αποφασιστική κίνηση χτύπησε το παράθυρο. Απότομα εκείνος σήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε απορημένος. «Μήπως μπορείτε να μου ανοίξετε γιατί έχω ξεχάσει τα κλειδιά μου και η μαμά μου δεν είναι εδώ;». Εκείνος έφτασε μέχρι την πόρτα να της ανοίξει. Τον παρατηρούσε τώρα από τόσο κοντά. Τα μαλλιά του ήταν καστανά και κοντοκουρεμένα και το πρόσωπό του χάραζαν λίγες ρυτίδες έκφρασης. ‘Αν θες μπορείς να πιεις ένα τσάι στο σπίτι μου μέχρι να έρθει η μαμά σου». Η κοπέλα κατέβηκε μαζί του στο υγρό υπόγειο, αλλά μόλις πέρασε το κατώφλι της πόρτας του ήταν σα να έμπαινε σε έναν άλλο κόσμο. Η ενέργεια που απέπνεε ο μικρός κατά τ’ άλλα αυτός χώρος ήταν ασύγκριτη. Κοίταζε από κοντά τις αφίσες στους τοίχους. Όλες έγραφαν το ίδιο: «Ζεντό ο Ζογκλέρ», και από κάτω μέρος και ημερομηνία εμφάνισης. Την κοίταξε με την άκρη του ματιού του. «Ναι, εγώ είμαι αυτός στις αφίσες. Κάποτε ήμουν διάσημος. Έκανα νούμερα που άλλος ζογκλέρ δεν είχε ξανακάνει. Εμφανιζόμουν στα πιο γνωστά θέατρα της Ευρώπης, σε Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία και αλλού. Έβγαινα στο δρόμο και όλοι έτρεχαν να θαυμάσουν το διάσημο Ζεντό και τα πρωτότυπα κόλπα του». Της προσέφερε το τσάι και έκατσε σε μια καρέκλα γεμάτη τσαλακωμένα ρούχα. «Και τώρα; Τι σου συνέβη;», ρώτησε εκείνη. «Είναι κάτι που συνέβη μερικά χρόνια πριν.. Όχι πολλά, αρκετά όμως για να με ξεχάσουν όλοι όσοι με λάτρευαν κάποτε… Ήταν μια πολύ συννεφιασμένη μέρα. Ήμουν σε μια πλατεία στις Βρυξέλλες και έδινα παράσταση. Κόσμος είχε μαζευτεί γύρω μου, όπως κάθε φορά. Ώσπου ήρθε η στιγμή να κάνω το καλύτερο κόλπο μου και το πιο δύσκολο, με την αγαπημένη μου μπάλα. Το κόλπο ήταν να κατέβω μερικά σκαλιά ισορροπώντας πάνω στη μπάλα με αρκετή φόρα. Δεν είχε κέφια όμως εκείνη τη μέρα η μπάλα μου και η αλήθεια είναι πως την είχα παραμελήσει αρκετά εκείνο τον καιρό. Καταλαβαίνεις, ήμουν τόσο μικρός κι όμως τόσο διάσημος που είχαν πάρει τα μυαλά μου αέρα. Δεν πρόλαβα να ξεκινήσω το νούμερο και είχα βρεθεί φαρδύς-πλατύς πάνω στα σκαλιά με τη μπάλα να έχει φύγει μέτρα μακριά. Δεν ξαναγύρισε ποτέ. Κι ας ήξερε ότι χάρη σ’ εκείνη έγινα αυτό που είμαι. Την είχα από πολύ μικρός. Ήταν το πρώτο παιχνίδι που έπιασα στα χέρια μου. Η πηγή έμπνευσής μου. Μαζί με αυτή έχασα και την έμπνευση και τη δόξα μου. Αλλά φαίνεται δεν ήθελε να μείνει άλλο κοντά μου. Την είχε κουράσει αυτή η αδικαιολόγητη ματαιοδοξία μου βλέπεις…». Και το βλέμμα του έγινε και πάλι μια μετέωρη γραμμή.

(συνεχίζεται...)

0 comments: