Όταν γύρισε, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να πάει να βρει εκείνον. Δεν είχε αλλάξει η κατάστασή του. Καθόταν μες στο σπίτι και ούτε παραστάσεις δεν έβγαινε πια να δώσει. Η έκπληξή της τον άφησε άφωνο. Τη φίλησε και στα δύο μάγουλα, την πήρε στην αγκαλιά του και τη στριφογύριζε πολύ γρήγορα. Φώναζε, χοροπηδούσε και χάιδευε τη μπαλίτσα ασταμάτητα. Την επόμενη μέρα το πρωί το κορίτσι τον είδε να ετοιμάζεται για τα κόλπα του έχοντας μαζί και την μπάλα του. Αυτή τη φορά τον χαιρέτησε και ένιωσε τόσο όμορφα που ξεκίνησε η μέρα της με το γλυκό αυτό χαμόγελο. Στο γυρισμό από το σχολείο είδε πλήθος μαζεμένο και στην αρχή νόμιζε ότι κάποιος είχε πάθει κάτι. Στο άκουσμα του πρώτου χειροκροτήματος κατάλαβε. Έτσι συνέχισε το δρόμο της χαμογελώντας. Εν τω μεταξύ, στους γονείς της που είχαν πεθάνει από την αγωνία όλες αυτές τις μέρες είπε την αλήθεια. Στην αρχή θύμωσαν, μετά όμως τη θαύμασαν. Μάλιστα, την ίδια μέρα έφυγαν και εκείνοι για ένα ταξίδι στις Βρυξέλλες!
Μια φωτεινή μέρα ξημέρωσε και η κοπέλα ήταν τόσο χαρούμενη που δεν είχε σχολείο. Το χτύπημα στην πόρτα την έκανε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Ήταν εκείνος. «Δεν σε είδα σήμερα. Δεν έχεις σχολείο;» ‘Όχι», απάντησε η κοπέλα. «Ξέρεις… Ήρθα να σου πω κάτι που δεν ξέρω αν θα σε στενοχωρήσει και πόσο… ή αν θα σε κάνει χαρούμενη. Να… Φεύγω.» «Που πάς;», είπε με νοσταλγικό βλέμμα. «Πάω να ξανακατακτήσω τις πόλεις του κόσμου. Αυτή τη φορά αλλιώς. Θα δίνω παραστάσεις σε παιδιά και ανθρώπους που το έχουν ανάγκη. Θα επισκεφτώ κι άλλες πόλεις και κυρίως χώρες φτωχές και χώρες σε κατάσταση πολέμου, όπου τα παιδιά δεν έχουν πολλούς τρόπους διασκέδασης.» «Να προσέχεις μόνο… Ξέρεις ότι είσαι ελεύθερος να κάνεις ό, τι θέλεις. Και αυτό που σκέφτηκες να κάνεις είναι πολύ όμορφο…» «Ξέρεις, μ’ αρέσει να φεύγω. Έτσι έχω μάθει άλλωστε. Κάποτε έφευγα γιατί με ενοχλούσαν πράγματα που συνέβαιναν είτε σε μένα είτε γύρω μου. Τελικά κατάλαβα ότι αυτό που μ’ ενοχλούσε περισσότερο απ’ όλα ήταν ο εαυτός μου. Τώρα φεύγω για να τον ξαναβρώ.» «Καλό σου ταξίδι…»
Μερικά χρόνια μετά.
Μια κοπέλα κάθεται στο σιντριβάνι της πλατείας και διαβάζει. Ακούει δύο περαστικούς να συζητάνε: «Εδώ, κάποτε έδινε παραστάσεις δρόμου ο πασίγνωστος Ζεντό.» Μυρωδιά από γιασεμί. Ξαφνικά. Και ένα μαύρο στρογγυλό καπελάκι. Τα χρώματα πάνω του παίζουν με τη ματιά της. Δε χρειάστηκε να πει κανείς τίποτα. Μόνο το σιντριβάνι συνέχισε να παραπονιέται για τη σκουριά από τα κέρματα με τις ευχές των περαστικών και το πλήθος να ακολουθεί τη συνηθισμένη του πορεία, ενώ δύο άγνωστοι φιλιόντουσαν κάτω από τις παιχνιδιάρικες ηλιαχτίδες του μεσημεριού.
Monday, April 6, 2009
Sunday, April 5, 2009
O Zογκλέρ και το κορίτσι ΙΙΙ
«Μαμά, ξέρεις εσύ τι είναι ζογκλέρ;», ρώτησε την άλλη μέρα το κορίτσι. «Ναι παιδί μου. Είναι κάτι σαν τους κλόουν. Κάνουν κόλπα για να διασκεδάζουν παιδιά σαν εσένα.». «Εσύ, μπαμπά;» «Είναι κάτι αργόσχολοι που δεν θέλουν να δουλεύουν και κάνουν ότι πιο τρελό τους κατέβει για να κερδίσουν λεφτά». «Ζογκλέρ είναι αυτός που έχει όνειρα και δε διστάζει να τα πραγματοποιήσει», είπε και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Σήμερα δε θα πήγαινε σχολείο. Σήμερα ήταν μια διαφορετική μέρα. Όλα έλαμπαν.
Πήρε το πρώτο τρένο για Βρυξέλλες και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ρωτήσει πού συνήθιζε να δίνει παραστάσεις δρόμου ο Ζεντό ο διάσημος ζογκλέρ. Λίγοι τον θυμούνταν ακόμα και τελικά βρήκε κάποιον που την κατατόπισε. Ήταν μια μπάλα αυτό που έψαχνε. Πόσο μακριά θα μπορούσε να είχε πάει; Σίγουρα αγαπούσε το Ζεντό, δε θα μπορούσε να απομακρυνθεί πολύ από το σημείο όπου βρέθηκαν μαζί τελευταία φορά, όση ανάγκη και να είχε να μείνει μακριά του. Αρχικά, έψαξε όλα τα σημεία γύρω από την πλατεία. Τίποτα. Την επόμενη μέρα έτυχε να γνωρίσει έναν περίεργο ηλικιωμένο κύριο, καθώς έτρωγε το μεσημεριανό της σάντουιτς με πίκλες. Την πλησίασε και της είπε ότι φαίνεται πολύ ενδιαφέρον άτομο και ότι έχει ένα μαγαζί που σίγουρα θα την ενδιαφέρει. Τρίτη μέρα στις Βρυξέλλες και έψαχνε την οδό που βρισκόταν το μαγαζί. Μετά από λίγη ώρα βρέθηκε μπροστά από μία παλιά επιγραφή: «Παιχνίδια που έχουν να πουν μια ιστορία…». Μπήκε μέσα και αμέσως ο περίεργος παππούλης άρχισε να την ξεναγεί στο μαγαζί: «Από δω τα στρατιωτάκια που έπαιζε ο Χίτλερ μικρός, το τρενάκι που ταξίδεψε σε όλες τις ηπείρους με τον εξερευνητή Κουστώ σε νεαρή ηλικία και από δω…» Και τότε την είδε. Είχε μεσαίο μέγεθος, πράσινη με κόκκινες, μπλε και λευκές ρίγες και ένα μικρό, μωβ κροκοδειλάκι σε ένα σημείο της. «…Η μπάλα του διάσημου ζογκλέρ Ζεντό», συνέχισε τα λόγια του γεράκου η κοπέλα. «είσαι πολύ καλά διαβασμένη νεαρή μου. Αυτή τη μπάλα τη βρήκα πριν ένα χρόνο να περιπλανιέται στα στενά γύρω από την κεντρική πλατεία των Βρυξελλών. Ήταν βρώμικη, γεμάτη σκόνη και έτοιμη να χάσει τον αέρα που έχει μέσα της. Την έφερα εδώ, την έπλυνα, τη φούσκωσα όσο χρειαζόταν και όταν άρχισε να μ’ εμπιστεύεται μου τα είπε όλα. Υποσχέθηκα να τη δώσω μόνο σε όποιον θα μπορούσε να τη φέρει ξανά κοντά του, αλλιώς θα μείνει για πάντα εδώ.» «να είστε σίγουρος ότι μαζί μου θα γυρίσει κοντά του.» «Είμαι», είπε και γέλασε πονηρά κάτω από το κατάλευκο μουστάκι του. Της την τύλιξε σε τυρκουάζ χαρτί προσεκτικά και καθώς έφευγε της είπε: «Ζω σ’ αυτό τον κόσμο σχεδόν εκατόν τριάντα χρόνια και το πιο σοφό πράγμα που έμαθα ποτέ είναι πως αν θέλεις να ισορροπήσεις πάνω σε μπάλες θα τα καταφέρεις. Αρκεί να μη φτάσεις στο σημείο να μη σε αντέχουν ούτε αυτές. Μη γεμίσεις ποτέ με αρνητικά στοιχεία τον εαυτό σου, τόσο ώστε να μη σε αντέχουν οι μπάλες της ζωής σου.» «Ευχαριστώ!», είπε η μικρή και έφυγε.
(συνεχίζεται...)
Πήρε το πρώτο τρένο για Βρυξέλλες και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ρωτήσει πού συνήθιζε να δίνει παραστάσεις δρόμου ο Ζεντό ο διάσημος ζογκλέρ. Λίγοι τον θυμούνταν ακόμα και τελικά βρήκε κάποιον που την κατατόπισε. Ήταν μια μπάλα αυτό που έψαχνε. Πόσο μακριά θα μπορούσε να είχε πάει; Σίγουρα αγαπούσε το Ζεντό, δε θα μπορούσε να απομακρυνθεί πολύ από το σημείο όπου βρέθηκαν μαζί τελευταία φορά, όση ανάγκη και να είχε να μείνει μακριά του. Αρχικά, έψαξε όλα τα σημεία γύρω από την πλατεία. Τίποτα. Την επόμενη μέρα έτυχε να γνωρίσει έναν περίεργο ηλικιωμένο κύριο, καθώς έτρωγε το μεσημεριανό της σάντουιτς με πίκλες. Την πλησίασε και της είπε ότι φαίνεται πολύ ενδιαφέρον άτομο και ότι έχει ένα μαγαζί που σίγουρα θα την ενδιαφέρει. Τρίτη μέρα στις Βρυξέλλες και έψαχνε την οδό που βρισκόταν το μαγαζί. Μετά από λίγη ώρα βρέθηκε μπροστά από μία παλιά επιγραφή: «Παιχνίδια που έχουν να πουν μια ιστορία…». Μπήκε μέσα και αμέσως ο περίεργος παππούλης άρχισε να την ξεναγεί στο μαγαζί: «Από δω τα στρατιωτάκια που έπαιζε ο Χίτλερ μικρός, το τρενάκι που ταξίδεψε σε όλες τις ηπείρους με τον εξερευνητή Κουστώ σε νεαρή ηλικία και από δω…» Και τότε την είδε. Είχε μεσαίο μέγεθος, πράσινη με κόκκινες, μπλε και λευκές ρίγες και ένα μικρό, μωβ κροκοδειλάκι σε ένα σημείο της. «…Η μπάλα του διάσημου ζογκλέρ Ζεντό», συνέχισε τα λόγια του γεράκου η κοπέλα. «είσαι πολύ καλά διαβασμένη νεαρή μου. Αυτή τη μπάλα τη βρήκα πριν ένα χρόνο να περιπλανιέται στα στενά γύρω από την κεντρική πλατεία των Βρυξελλών. Ήταν βρώμικη, γεμάτη σκόνη και έτοιμη να χάσει τον αέρα που έχει μέσα της. Την έφερα εδώ, την έπλυνα, τη φούσκωσα όσο χρειαζόταν και όταν άρχισε να μ’ εμπιστεύεται μου τα είπε όλα. Υποσχέθηκα να τη δώσω μόνο σε όποιον θα μπορούσε να τη φέρει ξανά κοντά του, αλλιώς θα μείνει για πάντα εδώ.» «να είστε σίγουρος ότι μαζί μου θα γυρίσει κοντά του.» «Είμαι», είπε και γέλασε πονηρά κάτω από το κατάλευκο μουστάκι του. Της την τύλιξε σε τυρκουάζ χαρτί προσεκτικά και καθώς έφευγε της είπε: «Ζω σ’ αυτό τον κόσμο σχεδόν εκατόν τριάντα χρόνια και το πιο σοφό πράγμα που έμαθα ποτέ είναι πως αν θέλεις να ισορροπήσεις πάνω σε μπάλες θα τα καταφέρεις. Αρκεί να μη φτάσεις στο σημείο να μη σε αντέχουν ούτε αυτές. Μη γεμίσεις ποτέ με αρνητικά στοιχεία τον εαυτό σου, τόσο ώστε να μη σε αντέχουν οι μπάλες της ζωής σου.» «Ευχαριστώ!», είπε η μικρή και έφυγε.
(συνεχίζεται...)
Friday, April 3, 2009
Ο Ζογκλέρ και το κορίτσι ΙΙ
Την επόμενη μέρα το πρωί πέρασε από το σημείο του αλλά εκείνος δεν ήταν εκεί, Σκέφτηκε ότι απλά μπορεί να είχε αργήσει να έρθει. Όμως ούτε και το απόγευμα που ξαναπέρασε τον είδε. Τότε ήταν που η καρδιά της άρχισε να χτυπά τόσο δυνατά από την αγωνία αν θα τον ξανάβλεπε που νόμιζε ότι θα έβγαινε από το στήθος της και θα πέταγε. Δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ και την επόμενη μέρα είπε ψέματα πως θα πήγαινε στη φίλη της και έφτασε μέχρι την είσοδο εκείνης της παλιάς πολυκατοικίας με το φουντωτό γιασεμί. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό και μέσα καθόταν ο άντρας με τις πολύχρωμες κάλτσες. Είχε αγκαλιά ένα μωβ κροκοδειλάκι και το βλέμμα του έμοιαζε χαμένο τόσο, που δεν παρατήρησε μια λεπτή σιλουέτα να κινείται έξω από το παράθυρό του.
Με μια αποφασιστική κίνηση χτύπησε το παράθυρο. Απότομα εκείνος σήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε απορημένος. «Μήπως μπορείτε να μου ανοίξετε γιατί έχω ξεχάσει τα κλειδιά μου και η μαμά μου δεν είναι εδώ;». Εκείνος έφτασε μέχρι την πόρτα να της ανοίξει. Τον παρατηρούσε τώρα από τόσο κοντά. Τα μαλλιά του ήταν καστανά και κοντοκουρεμένα και το πρόσωπό του χάραζαν λίγες ρυτίδες έκφρασης. ‘Αν θες μπορείς να πιεις ένα τσάι στο σπίτι μου μέχρι να έρθει η μαμά σου». Η κοπέλα κατέβηκε μαζί του στο υγρό υπόγειο, αλλά μόλις πέρασε το κατώφλι της πόρτας του ήταν σα να έμπαινε σε έναν άλλο κόσμο. Η ενέργεια που απέπνεε ο μικρός κατά τ’ άλλα αυτός χώρος ήταν ασύγκριτη. Κοίταζε από κοντά τις αφίσες στους τοίχους. Όλες έγραφαν το ίδιο: «Ζεντό ο Ζογκλέρ», και από κάτω μέρος και ημερομηνία εμφάνισης. Την κοίταξε με την άκρη του ματιού του. «Ναι, εγώ είμαι αυτός στις αφίσες. Κάποτε ήμουν διάσημος. Έκανα νούμερα που άλλος ζογκλέρ δεν είχε ξανακάνει. Εμφανιζόμουν στα πιο γνωστά θέατρα της Ευρώπης, σε Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία και αλλού. Έβγαινα στο δρόμο και όλοι έτρεχαν να θαυμάσουν το διάσημο Ζεντό και τα πρωτότυπα κόλπα του». Της προσέφερε το τσάι και έκατσε σε μια καρέκλα γεμάτη τσαλακωμένα ρούχα. «Και τώρα; Τι σου συνέβη;», ρώτησε εκείνη. «Είναι κάτι που συνέβη μερικά χρόνια πριν.. Όχι πολλά, αρκετά όμως για να με ξεχάσουν όλοι όσοι με λάτρευαν κάποτε… Ήταν μια πολύ συννεφιασμένη μέρα. Ήμουν σε μια πλατεία στις Βρυξέλλες και έδινα παράσταση. Κόσμος είχε μαζευτεί γύρω μου, όπως κάθε φορά. Ώσπου ήρθε η στιγμή να κάνω το καλύτερο κόλπο μου και το πιο δύσκολο, με την αγαπημένη μου μπάλα. Το κόλπο ήταν να κατέβω μερικά σκαλιά ισορροπώντας πάνω στη μπάλα με αρκετή φόρα. Δεν είχε κέφια όμως εκείνη τη μέρα η μπάλα μου και η αλήθεια είναι πως την είχα παραμελήσει αρκετά εκείνο τον καιρό. Καταλαβαίνεις, ήμουν τόσο μικρός κι όμως τόσο διάσημος που είχαν πάρει τα μυαλά μου αέρα. Δεν πρόλαβα να ξεκινήσω το νούμερο και είχα βρεθεί φαρδύς-πλατύς πάνω στα σκαλιά με τη μπάλα να έχει φύγει μέτρα μακριά. Δεν ξαναγύρισε ποτέ. Κι ας ήξερε ότι χάρη σ’ εκείνη έγινα αυτό που είμαι. Την είχα από πολύ μικρός. Ήταν το πρώτο παιχνίδι που έπιασα στα χέρια μου. Η πηγή έμπνευσής μου. Μαζί με αυτή έχασα και την έμπνευση και τη δόξα μου. Αλλά φαίνεται δεν ήθελε να μείνει άλλο κοντά μου. Την είχε κουράσει αυτή η αδικαιολόγητη ματαιοδοξία μου βλέπεις…». Και το βλέμμα του έγινε και πάλι μια μετέωρη γραμμή.
(συνεχίζεται...)
Με μια αποφασιστική κίνηση χτύπησε το παράθυρο. Απότομα εκείνος σήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε απορημένος. «Μήπως μπορείτε να μου ανοίξετε γιατί έχω ξεχάσει τα κλειδιά μου και η μαμά μου δεν είναι εδώ;». Εκείνος έφτασε μέχρι την πόρτα να της ανοίξει. Τον παρατηρούσε τώρα από τόσο κοντά. Τα μαλλιά του ήταν καστανά και κοντοκουρεμένα και το πρόσωπό του χάραζαν λίγες ρυτίδες έκφρασης. ‘Αν θες μπορείς να πιεις ένα τσάι στο σπίτι μου μέχρι να έρθει η μαμά σου». Η κοπέλα κατέβηκε μαζί του στο υγρό υπόγειο, αλλά μόλις πέρασε το κατώφλι της πόρτας του ήταν σα να έμπαινε σε έναν άλλο κόσμο. Η ενέργεια που απέπνεε ο μικρός κατά τ’ άλλα αυτός χώρος ήταν ασύγκριτη. Κοίταζε από κοντά τις αφίσες στους τοίχους. Όλες έγραφαν το ίδιο: «Ζεντό ο Ζογκλέρ», και από κάτω μέρος και ημερομηνία εμφάνισης. Την κοίταξε με την άκρη του ματιού του. «Ναι, εγώ είμαι αυτός στις αφίσες. Κάποτε ήμουν διάσημος. Έκανα νούμερα που άλλος ζογκλέρ δεν είχε ξανακάνει. Εμφανιζόμουν στα πιο γνωστά θέατρα της Ευρώπης, σε Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία και αλλού. Έβγαινα στο δρόμο και όλοι έτρεχαν να θαυμάσουν το διάσημο Ζεντό και τα πρωτότυπα κόλπα του». Της προσέφερε το τσάι και έκατσε σε μια καρέκλα γεμάτη τσαλακωμένα ρούχα. «Και τώρα; Τι σου συνέβη;», ρώτησε εκείνη. «Είναι κάτι που συνέβη μερικά χρόνια πριν.. Όχι πολλά, αρκετά όμως για να με ξεχάσουν όλοι όσοι με λάτρευαν κάποτε… Ήταν μια πολύ συννεφιασμένη μέρα. Ήμουν σε μια πλατεία στις Βρυξέλλες και έδινα παράσταση. Κόσμος είχε μαζευτεί γύρω μου, όπως κάθε φορά. Ώσπου ήρθε η στιγμή να κάνω το καλύτερο κόλπο μου και το πιο δύσκολο, με την αγαπημένη μου μπάλα. Το κόλπο ήταν να κατέβω μερικά σκαλιά ισορροπώντας πάνω στη μπάλα με αρκετή φόρα. Δεν είχε κέφια όμως εκείνη τη μέρα η μπάλα μου και η αλήθεια είναι πως την είχα παραμελήσει αρκετά εκείνο τον καιρό. Καταλαβαίνεις, ήμουν τόσο μικρός κι όμως τόσο διάσημος που είχαν πάρει τα μυαλά μου αέρα. Δεν πρόλαβα να ξεκινήσω το νούμερο και είχα βρεθεί φαρδύς-πλατύς πάνω στα σκαλιά με τη μπάλα να έχει φύγει μέτρα μακριά. Δεν ξαναγύρισε ποτέ. Κι ας ήξερε ότι χάρη σ’ εκείνη έγινα αυτό που είμαι. Την είχα από πολύ μικρός. Ήταν το πρώτο παιχνίδι που έπιασα στα χέρια μου. Η πηγή έμπνευσής μου. Μαζί με αυτή έχασα και την έμπνευση και τη δόξα μου. Αλλά φαίνεται δεν ήθελε να μείνει άλλο κοντά μου. Την είχε κουράσει αυτή η αδικαιολόγητη ματαιοδοξία μου βλέπεις…». Και το βλέμμα του έγινε και πάλι μια μετέωρη γραμμή.
(συνεχίζεται...)
Thursday, April 2, 2009
Ο Ζογκλέρ και το κορίτσι
Ήταν μέρες τώρα που τον έβλεπε να παίζει με εκείνα τα μεγάλα κόκκινα μπαλάκια του. Αφύσικα μεγάλα για να τα αποκαλεί κανείς «μπαλάκια» αλλά και αρκετά μικρά ώστε να μη μπορείς να τα πεις «μπάλες». Καθόταν πάντα και τον κοίταζε. Τα κόλπα του της φαίνονταν αξιοθαύμαστα και το στρογγυλό καπελάκι που φορούσε πάντα πολύ περίεργο. Πριν από αυτόν δεν είχε ξαναδεί κανέναν να τα κάνει και δεν ήξερε ότι άνθρωπος μπορεί να κάνει τέτοια κόλπα. Τον έβλεπε το πρωί που πήγαινε στο σχολείο να στήνει τα λίγα σύνεργα που κουβαλούσε κάθε φορά μαζί του και το απόγευμα που γύριζε ήταν κάθε φορά εκεί και έκανε τα κόλπα του. Τότε ήταν που καθόταν και τον χάζευε.. λίγο πάντα γιατί έπρεπε να γυρίσει σπίτι. «Μακάρι να μην είχα σχολείο μια μέρα, να έβλεπα όλα του τα κόλπα, από την αρχή ως το τέλος, να μην έχανα ούτε ένα..», σκεφτόταν κάθε φορά που ερχόταν η ώρα να φύγει. Για Σαββατοκύριακα ούτε λόγος. Είχε τόσα ιδιαίτερα μαθήματα που δεν προλάβαινε ούτε να βγει από το σπίτι ως το απόγευμα.
Μια μέρα αποφάσισε να πει στη μητέρα της ότι θα πήγαινε να φάει σε μια φίλη της μετά το σχολείο κι ότι θα γυρνούσε το απόγευμα. Έτσι, μπορεί να μην κατάφερνε να παρακολουθήσει όλα του τα κόλπα αλλά θα έβλεπε τουλάχιστον από πού έρχεται κάθε πρωί και πού πάει κάθε απόγευμα αυτός ο αξιοπερίεργος άντρας. Έτσι κι έκανε, λοιπόν, εκείνη τη μέρα έκατσε ως το τέλος και μετά άρχισε να βηματίζει σιγανά πίσω του. Σε όλη τη διαδρομή παρατηρούσε τα πολύχρωμα ρούχα του και σκεφτόταν ότι κάπως έτσι θα πρέπει να είναι το μέρος που μένει, πολύχρωμο και χαρούμενο. Περπάτησαν αρκετά ώσπου εκείνος έστριψε σε ένα μικρό στενό και σταμάτησε στην είσοδο μιας παλιάς πολυκατοικίας. Έκοψε ένα γιασεμί από τον κήπο, το μύρισε και μπήκε μέσα. Έτρεξε ξοπίσω του και το κορίτσι, ίσα που πρόλαβε να μπει πριν κλείσει η πόρτα. Εκείνος σφύριζε σιγανά ένα χαρούμενο σκοπό. Τότε ο άντρας με τις πολύχρωμες κάλτσες άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά προς το υπόγειο. Η κοπέλα δεν πίστευε στα μάτια της. Αυτός ο χαρούμενος άντρας που κουβαλούσε πάνω του τόσα χρώματα και έκανε τόσα ευφάνταστα κόλπα ζούσε στο υπόγειο μιας παλιάς πολυκατοικίας! Φανερά απογοητευμένη, γύρισε την πλάτη και έφυγε. Όπως έβγαινε, παρατήρησε ότι ένα παράθυρο δίπλα στο πεζοδρόμιο ήταν τώρα ανοιχτό. Έσκυψε να δει μέσα, τοίχους γεμάτους χρωματιστές ζωγραφιές και αφίσες και δύο πολύχρωμες κάλτσες πεταμένες στο πάτωμα. Το χαμόγελο που σχηματίστηκε στο πρόσωπό της δεν έφυγε μέχρι να γυρίσει σπίτι.
(συνεχίζεται...)
Μια μέρα αποφάσισε να πει στη μητέρα της ότι θα πήγαινε να φάει σε μια φίλη της μετά το σχολείο κι ότι θα γυρνούσε το απόγευμα. Έτσι, μπορεί να μην κατάφερνε να παρακολουθήσει όλα του τα κόλπα αλλά θα έβλεπε τουλάχιστον από πού έρχεται κάθε πρωί και πού πάει κάθε απόγευμα αυτός ο αξιοπερίεργος άντρας. Έτσι κι έκανε, λοιπόν, εκείνη τη μέρα έκατσε ως το τέλος και μετά άρχισε να βηματίζει σιγανά πίσω του. Σε όλη τη διαδρομή παρατηρούσε τα πολύχρωμα ρούχα του και σκεφτόταν ότι κάπως έτσι θα πρέπει να είναι το μέρος που μένει, πολύχρωμο και χαρούμενο. Περπάτησαν αρκετά ώσπου εκείνος έστριψε σε ένα μικρό στενό και σταμάτησε στην είσοδο μιας παλιάς πολυκατοικίας. Έκοψε ένα γιασεμί από τον κήπο, το μύρισε και μπήκε μέσα. Έτρεξε ξοπίσω του και το κορίτσι, ίσα που πρόλαβε να μπει πριν κλείσει η πόρτα. Εκείνος σφύριζε σιγανά ένα χαρούμενο σκοπό. Τότε ο άντρας με τις πολύχρωμες κάλτσες άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά προς το υπόγειο. Η κοπέλα δεν πίστευε στα μάτια της. Αυτός ο χαρούμενος άντρας που κουβαλούσε πάνω του τόσα χρώματα και έκανε τόσα ευφάνταστα κόλπα ζούσε στο υπόγειο μιας παλιάς πολυκατοικίας! Φανερά απογοητευμένη, γύρισε την πλάτη και έφυγε. Όπως έβγαινε, παρατήρησε ότι ένα παράθυρο δίπλα στο πεζοδρόμιο ήταν τώρα ανοιχτό. Έσκυψε να δει μέσα, τοίχους γεμάτους χρωματιστές ζωγραφιές και αφίσες και δύο πολύχρωμες κάλτσες πεταμένες στο πάτωμα. Το χαμόγελο που σχηματίστηκε στο πρόσωπό της δεν έφυγε μέχρι να γυρίσει σπίτι.
(συνεχίζεται...)
Wednesday, April 1, 2009
Subscribe to:
Posts (Atom)